- ἀέτειος
- ἀέτειος [pron. full] [ᾱ], ον, (ἀετόσA of the eagle,
πτερόν Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερόν Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αέτειος — α, ο (Α ἀέτειος, ον) [ἀετός] λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, όμοια με αυτά τού αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.) αρχ. αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος … Dictionary of Greek
ἀέτειον — ἀ̱έτειον , ἀέτειος of the eagle masc/fem acc sg ἀ̱έτειον , ἀέτειος of the eagle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
αιέτιος — αἰέτιος, ον (Α) ο αέτειος* … Dictionary of Greek
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek